τεχνογράφος

τεχνογράφος
ο, ΝΑ
1. αυτός που ασχολείται με τη διατύπωση τών κανόνων τής τέχνης
2. στον πληθ. οι τεχνογράφοι
(στην αρχ. Ελλάδα) οι διδάσκαλοι τής γραμματικής και τής ρητορικής και, ειδικότερα, οι φιλόλογοι τής αλεξανδρινής περιόδου που ασχολήθηκαν με τη σπουδή τής σύνθεσης τού λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεχνογράφοις — τεχνόγραφος writer on the art of rhetoric masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνογράφου — τεχνόγραφος writer on the art of rhetoric masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνογράφους — τεχνόγραφος writer on the art of rhetoric masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνογράφων — τεχνόγραφος writer on the art of rhetoric masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνογράφῳ — τεχνόγραφος writer on the art of rhetoric masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ARTIGRAPHUS — Servio qui τεχνογράφος: vox hybrida, sicut dextrocherium, chrysoclavum, pseudoforum, etc. ex Graecis Latinisque nominibus composita. Grammaticum autem notat seu Artis Grammaticae (quam supra Artis vocabulô nude sumptô saepius venire diximus)… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τεχνογραφία — η, ΝΜ [τεχνογράφος] (στους αρχαίους) η διδασκαλία τής γραμματικής και τής ρητορικής νεοελλ. η περιγραφή τών τεχνών και τών μεθόδων εφαρμογής τους μσν. πραγματεία περί ρητορικής …   Dictionary of Greek

  • τεχνογραφικός — ή, ό / τεχνογραφικός, ή, όν, ΝΑ [τεχνογράφος] νεοελλ. ο σχετικός με την τεχνογραφία ή τον τεχνογράφο αρχ. 1. αυτός που αρμόζει στη ρητορική, στη διδασκαλία τής σύνθεσης τού λόγου 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τεχνογραφικά δοκίμια ρητορικής …   Dictionary of Greek

  • τεχνογραφώ — έω, Α [τεχνογράφος] γράφω δοκίμιο περί ρητορικής τέχνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”