τεχνογράφοις — τεχνόγραφος writer on the art of rhetoric masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνογράφου — τεχνόγραφος writer on the art of rhetoric masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνογράφους — τεχνόγραφος writer on the art of rhetoric masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνογράφων — τεχνόγραφος writer on the art of rhetoric masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνογράφῳ — τεχνόγραφος writer on the art of rhetoric masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ARTIGRAPHUS — Servio qui τεχνογράφος: vox hybrida, sicut dextrocherium, chrysoclavum, pseudoforum, etc. ex Graecis Latinisque nominibus composita. Grammaticum autem notat seu Artis Grammaticae (quam supra Artis vocabulô nude sumptô saepius venire diximus)… … Hofmann J. Lexicon universale
τεχνογραφία — η, ΝΜ [τεχνογράφος] (στους αρχαίους) η διδασκαλία τής γραμματικής και τής ρητορικής νεοελλ. η περιγραφή τών τεχνών και τών μεθόδων εφαρμογής τους μσν. πραγματεία περί ρητορικής … Dictionary of Greek
τεχνογραφικός — ή, ό / τεχνογραφικός, ή, όν, ΝΑ [τεχνογράφος] νεοελλ. ο σχετικός με την τεχνογραφία ή τον τεχνογράφο αρχ. 1. αυτός που αρμόζει στη ρητορική, στη διδασκαλία τής σύνθεσης τού λόγου 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τεχνογραφικά δοκίμια ρητορικής … Dictionary of Greek
τεχνογραφώ — έω, Α [τεχνογράφος] γράφω δοκίμιο περί ρητορικής τέχνης … Dictionary of Greek